- άλλιξ
- ἄλλιξ (-ικος), η (Α)1. αντρικό πανωφόρι2. πορφυρή χλαμύδα3. είδος πόρπης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές τής Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο από την Ελληνική].
Dictionary of Greek. 2013.